μεγαβάτ

μεγαβάτ
το
(ηλεκτρ.) μονάδα μέτρησης τής ισχύος στο συνεχές ρεύμα ή τής ενεργού ισχύος στο εναλλασσόμενο ρεύμα, η οποία ισοδυναμεί με 1.000.000 βατ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λέιζερ — (laser). Διάταξη παραγωγής ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων με συχνότητα που αντιστοιχεί στην περιοχή του ορατού φάσματος ή κοντά σε αυτό. Ο όρος λ. προέρχεται από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων: Light Amplification (by) Stimulated Emission (of)… …   Dictionary of Greek

  • βατόμετρο — Όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ηλεκτρικής ισχύος που απορροφά ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Ανάλογα με την αρχή λειτουργίας τους, τα β. διακρίνονται σε ηλεκτροδυναμικά, επαγωγικά, θερμικά κλπ. Το ηλεκτροδυναμικό β. αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… …   Dictionary of Greek

  • μεγα- — και μεγά (ΑM μεγα και μεγά ) βλ. μεγαλο .Σύνθ. με α συνθετικό μεγα : μεγάθυμος, μεγάτιμος, μεγάφρων αρχ. μεγαβρεμέτης, μεγαδάκτυλος, μεγάδωρος, μεγαθαμβής, μεγαθαρσύς, μεγαίνητος, μεγακήτης, μεγακυδής, μεγαλκής, μεγάμυκος, μεγάνωρ, μεγασθενής,… …   Dictionary of Greek

  • μικροσταθμός — ο (ηλεκτρ.) υδροηλεκτρικός σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, με ισχύ μικρότερη τών 2 μεγαβάτ, ο οποίος επιτρέπει την αξιοποίηση μικρού μεγέθους υδατοπτώσεων στους ποταμούς …   Dictionary of Greek

  • αερίου, λυχνίες — Λυχνίες, το φως των οποίων προέρχεται από την ακτινοβολία εκκένωσης μεταξύ δύο ηλεκτροδίων άνθρακα που συνήθως τροφοδοτούνται από κύκλωμα συνεχούς ρεύματος με αντιστάσεις που είναι συνδεδεμένες σε σειρά. Οι λυχνίες αυτές διακρίνονται σε απλές (με …   Dictionary of Greek

  • κλύστρο — (η). Ηλεκτρονική λυχνία ικανή να ενισχύει ή να παράγει ηλεκτρικές ταλαντώσεις πολύ υψηλής συχνότητας (μέχρι 50 GHz). Όταν έχουμε συχνότητες που αντιστοιχούν σε μήκη κύματος της τάξης των εκατοστών έως μερικών χιλιοστών του μέτρου, ο χρόνος που… …   Dictionary of Greek

  • μάγνητρο — Ηλεκτρονική λυχνία κενού, κατάλληλη να παράγει ηλεκτρομαγνητικά κύματα πολύ υψηλής συχνότητας συνεχώς ή κατά παλμούς· χρησιμοποιείται επίσης και ως ενισχυτική διάταξη ισχύος. Κατασκευάστηκε το 1921 από τον Αμερικανό φυσικό και μηχανικό Άλμπερτ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”